τρωγλόβιος

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
αυτός που ζει σε σπηλιές, τρωγλοδύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρώγλη + -βιος (<βίος), πρβλ. καφενόβιος].