πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
-α, -ο, Ναυτός που ζει σε σπηλιές, τρωγλοδύτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρώγλη + -βιος (<βίος), πρβλ. καφενόβιος].