τσίκλα

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source

Greek Monolingual

και τσίχλα, η, Ν
(τροφ. τεχνολ.) προϊόν που παράγεται από τον γαλακτώδη χυμό φυτού του γένους αχράς και από παρόμοιες ελαστικές ουσίες με την προσθήκη ζάχαρης ή άλλων γλυκαντικών ουσιών και το οποίο μασιέται για τη γεύση και το άρωμά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. chicle < ισπ. chicle < chictli / tzictli, λ. της γλώσσας Νάχουατλ].