τσόκαρο

From LSJ

Ἔρως δίκαιος καρπὸν εὐθέως φέρει → Cupiditas, quae sit iusta, fructum fert statim → Gerechtes Streben bringt geradewegs Ertrag

Menander, Monostichoi, 140

Greek Monolingual

το, Ν
1. πέδιλο με ξύλινη σόλα
2. μτφ. (για γυναίκα) φαρμακόγλωσσα, κουτσομπόλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. zoccolo, υποκορ. του zocco].