τυμβιάς

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

Greek (Liddell-Scott)

τυμβιάς: -άδος, ἡ, ποιητικ. θηλ. τοῦ τύμβιος, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Νόννου.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Μ
(ποιητ. τ.) βλ. τύμβιος.

German (Pape)

άδος, ἡ, bes. poet. fem. zu τύμβιος, Nonn.