στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
τυμβιάς: -άδος, ἡ, ποιητικ. θηλ. τοῦ τύμβιος, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Νόννου.
-άδος, ἡ, Μ
(ποιητ. τ.) βλ. τύμβιος.
άδος, ἡ, bes. poet. fem. zu τύμβιος, Nonn.