τυποκλοπία

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341

Greek Monolingual

η, Ν
λαθραία εκτύπωση ή ανατύπωση ξένου συγγράμματος ή τμήματός του για αθέμιτη κερδοσκοπία ή άλλους σκοπούς, κλεψιτυπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + -κλοπία (< -κλόπος < κλοπός < κλέπτω), πρβλ. λογοκλοπία. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή].