τόξευση

From LSJ

Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt

Menander, Monostichoi, 165

Greek Monolingual

η / τόξευσις, -εύσεως, ΝΑ τοξεύω
1. η ενέργεια του τοξεύω, η βολή με τόξο
2. μτφ. σαΐτεμα, χτύπηματόξευσις ὀμμάτων», Λιβάν.).