τόξευση

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148

Greek Monolingual

η / τόξευσις, -εύσεως, ΝΑ τοξεύω
1. η ενέργεια του τοξεύω, η βολή με τόξο
2. μτφ. σαΐτεμα, χτύπηματόξευσις ὀμμάτων», Λιβάν.).