υγρόχρους

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422

Greek Monolingual

-ουν, και -οος, -οον, και ὑγράχρως, -ων, ΜΑ
αυτός που έχει υγρή επιφάνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -χρους /-χρως (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. ἐρυθρό-χρους/-χρως].