υδατοθρέμμων
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
Greek Monolingual
-ον, Α
(για ψάρι) αυτός που τρέφεται και αυξάνεται μέσα στο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + -θρέμμων (< θ. θρέπ- του τρέφω, πρβλ. θρεπ-τός + κατάλ. -μων), πρβλ. βιοθρέμμων, ολβοθρέμμων].