υπαπαντώ

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source

Greek Monolingual

-άω, Α
υπαντώ, προϋπαντώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἀπαντῶ].