{{grml
|mltxt=-άω ΝΑ, και προαπαντώ Ν [[ὑπαντῶ / απαντώ πηγαίνω να συναντήσω κάποιον που έρχεται, τον υποδέχομαι (α. «πάμε να τον προϋπαντήσουμε στον σταθμό» β. «ο Μάιος μάς έφθασε, εμπρόςβήματαχύ, να τον προϋπαντήσουμε, παιδιά, στην εξοχή», Άγγ. Βλάχος).
}}