προϋπαντώ

From LSJ

Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritasLeichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann

Menander, Monostichoi, 175

{{grml |mltxt=-άω ΝΑ, και προαπαντώ Ν [[ὑπαντῶ / απαντώ
πηγαίνω να συναντήσω κάποιον που έρχεται, τον υποδέχομαι (α. «πάμε να τον προϋπαντήσουμε στον σταθμό» β. «ο Μάιος μάς έφθασε, εμπρός βήμα ταχύ, να τον προϋπαντήσουμε, παιδιά, στην εξοχή», Άγγ. Βλάχος). }}