υπαντώ
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Greek Monolingual
ὑπαντῶ, -άω, ΝΜΑ, και ὑπαντεύω και ὑπάντομαι και ιων. τ. ὑπαντέω Α
έρχομαι για να συναντήσω κάποιον, προϋπαντώ («ὡς ἤκουσεν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἔρχεται, ὑπάντησεν αὐτῷ», ΚΔ)
μσν.-αρχ.
βρίσκω τυχαία, συναντώ
αρχ.
1. συναινώ, συμφωνώ σε κάτι
2. αποκρίνομαι ή φέρω αντίρρηση, αντιλέγω («πρὸς τοῦτο ὑπαντῶντες φασὶν ὅτι», Σέξτ. Εμπ.)
3. (για ιδέες και σκέψεις) επέρχομαι στον νου κάποιου
4. (το μέσ. με τη σημ. του ενεργ.) ὑπαντῶμαι, -άομαι
προϋπαντώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἄντομαι / ἀντάω «συναντώ»].