ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
-ές, Απάρα πολύ λαμπρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. διαυγής].