υπερηφανία
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
Greek Monolingual
ἡ, Α ὑπερήφανος
1. υπεροπτική συμπεριφορά, έπαρση
2. περιφρόνηση για κάποιον ή για κάτι.
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
ἡ, Α ὑπερήφανος
1. υπεροπτική συμπεριφορά, έπαρση
2. περιφρόνηση για κάποιον ή για κάτι.