υπερκάμπτω
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
Greek Monolingual
Ν
περιπλέοντας παρακάμπτω («υπερκάμπτω το Ταίναρο προς την Καλαμάτα»).