παρακάμπτω

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακάμπτω Medium diacritics: παρακάμπτω Low diacritics: παρακάμπτω Capitals: ΠΑΡΑΚΑΜΠΤΩ
Transliteration A: parakámptō Transliteration B: parakamptō Transliteration C: parakampto Beta Code: paraka/mptw

English (LSJ)

bend aside: hence, avoid, shun, τὰς ἀπαντήσεις καὶ ὁμιλίας τῶν ἀνθρώπων D.S.5.59.

German (Pape)

[Seite 481] von der Seite oder auf die Seite abbiegen, ausweichen, τὰς ἀπαντήσεις τῶν ἀνθρώπων, D. Sic. 5, 60.

Russian (Dvoretsky)

παρακάμπτω: обходить, избегать (τὰς ἀπαντήσεις τῶν ἀνθρώπων Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

παρακάμπτω: ἀποφεύγω, ἴδε ἐν λ. περικάμπτω ΙΙ. 2.

Greek Monolingual

ΝΑ
1. προσπερνώ ένα σημείο βαδίζοντας πλάι ή γύρω από αυτό
2. μτφ. αποφεύγω δύσκολη κατάσταση, υπερνικώ εμπόδιο, διαφεύγω ενεργώντας έξυπνα και επιδέξια
νεοελλ.
ναυτ. (για πλοία) περνώ δίπλα από ακρωτήριο και πλέω γύρω απ' αυτό, παραπλέω ακρωτήριο, καβαντζάρω.