υπερπληρώ
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
ὑπερπληρῶ, -όω, ΝΜΑ πληρῶ
(λόγ. τ.) γεμίζω κάτι έως απάνω ή το γεμίζω περισσότερο από όσο πρέπει, το ξεχειλίζω, το παραγεμίζω.