υπερτονία

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. α) αύξηση του μυϊκού τόνου, η οποία εκδηλώνεται με ενίσχυση της αντίστασης του μυός στην παθητική επιμήκυνσή του (α. «πυραμιδική υπερτονία» β. «εξωπυραμιδική υπερτονία»)
β) η υπέρταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypertonia < υπερ- + τόνος + κατάλ. -ία].