υπέρταση
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
Greek Monolingual
η / ὑπέρτασις, -άσεως, ΝΜΑ
υπέρμετρη ένταση, υπερβολικό τέντωμα
νεοελλ.
1. ιατρ. πίεση ανώτερη της φυσιολογικής, η οποία ασκείται από το αίμα στα τοιχώματα τών αγγείων μέσα στα οποία κυκλοφορεί
2. (ηλεκτρολ.) διαφορά δυναμικού που υπερβαίνει την τιμή εκείνης που πρέπει να επικρατεί μεταξύ δύο σημείων ηλεκτρικού κυκλώματος υπό κανονικές συνθήκες
3. φυσ.-χημ. επιπρόσθετη τάση, πάνω από την τάση απόθεσης, που πρέπει να εφαρμοστεί για την αποφόρτιση ενός ιόντος σε ένα ηλεκτρόδιο προκειμένου να πραγματοποιηθεί μια ηλεκτρόλυση
4. φρ. α) «αρτηριακή υπέρταση»
ιατρ. αύξηση τών τιμών της αρτηριακής πίεσης πάνω από τα 150 χιλιοστόμετρα στήλης υδραργύρου για τη συστολική και πάνω από 90 χιλιοστόμετρα για τη διαστολική, κν. πίεση
β) «ενδοκρανιακή υπέρταση»
ιατρ. αύξηση της πίεσης που επικρατεί στο εσωτερικό της κρανιακής κοιλότητας
γ) «πνευμονική υπέρταση»
ιατρ. βλ. πνευμονικός
δ) «πυλαία υπέρταση»
ιατρ. βλ. πυλαίος
ε) «φλεβική υπέρταση»
ιατρ. αύξηση της φλεβικής πίεσης άνω τών τιμών που θεωρούνται φυσιολογικές, σε συνάρτηση με τη θέση του σώματος και την φάση της αναπνοής
στ) «υπέρταση διακοπής»
(ηλεκτρολ.) υπέρταση οφειλόμενη στη διακοπή του ρεύματος σε ένα κύκλωμα που παρουσιάζει αυτεπαγωγή
ζ) «υπέρταση αποκαταστάσεως»
(ηλεκτρολ.) υπέρταση οφειλόμενη στην αποκατάσταση του ηλεκτρικού ρεύματος σε κύκλωμα με αυτεπαγωγές·η) «στατική υπέρταση»
(ηλεκτρολ.) υπέρταση οφειλόμενη σε στατικά ηλεκτρικά φορτία που αναπτύσσονται λόγω τριβών, λ.χ. τριβής ιμάντων μιας εγκατάστασης, τριβής φύλλων χαρτιού στις τυπογραφικές μηχανές κ.ά.
αρχ.
(με την πρόθεση ὑπέρ και αιτ.) η ύψωση πάνω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + τάσις.