υπογράμμιση

From LSJ

Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ᾽ ἥτις ἀνδρός ἐσθ᾽ ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all

Sophocles, Antigone, 737

Greek Monolingual

η, Ν υπογραμμίζω
1. το να υπογραμμίζει κανείς λέξη ή φράση
2. το να τονίζει κανείς με έμφαση ένα σημείο ή ένα γεγονός.