υπογράμμιση

From LSJ

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source

Greek Monolingual

η, Ν υπογραμμίζω
1. το να υπογραμμίζει κανείς λέξη ή φράση
2. το να τονίζει κανείς με έμφαση ένα σημείο ή ένα γεγονός.