υπογραμμίζω

From LSJ

ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος → he whom the gods love dies young, only the good die young

Source

Greek Monolingual

Ν
1. σύρω υπογραμμή κάτω από λέξη ή φράση
2. τονίζω ιδιαίτερα κάτι, αποδίδω ιδιαίτερη σημασία σε κάτι («υπογράμμισε τα σημεία λογοκλοπής»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + γράμμα + -ίζω. Το ρ. μαρτυρείται από το 1860 στον Σ. Α. Κουμανούδη].