Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
ΜΑπιέζω κάτι από κάτω ή το πιέζω λίγο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + θλίβω «πιέζω»].