υποθλίβω

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek Monolingual

ΜΑ
πιέζω κάτι από κάτω ή το πιέζω λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + θλίβω «πιέζω»].