υποθλίβω

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek Monolingual

ΜΑ
πιέζω κάτι από κάτω ή το πιέζω λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + θλίβω «πιέζω»].