υποιστός

From LSJ

μηδεὶς φοβείσθω τὸν θάνατον → let nobody be afraid of death

Source

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ
υποφερτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + οἰστός, ρηματ. επίθ. του ρ. φέρω. Ο τ. αποτελεί το ρηματ. επίθ. του ρ. ὑπο-φέρω.