μηδεὶς φοβείσθω τὸν θάνατον → let nobody be afraid of death
-ή, -όν, ΜΑυποφερτός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + οἰστός, ρηματ. επίθ. του ρ. φέρω. Ο τ. αποτελεί το ρηματ. επίθ. του ρ. ὑπο-φέρω.