υποιστός

From LSJ

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ
υποφερτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + οἰστός, ρηματ. επίθ. του ρ. φέρω. Ο τ. αποτελεί το ρηματ. επίθ. του ρ. ὑπο-φέρω.