ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin
Αξηραίνω κάτι σταδιακά, σιγά σιγά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κάρφω «ξηραίνω, μαραίνω»].