υποκίνδυνος

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

-ον, Α
1. κάπως επικίνδυνος
2. αυτός που βρίσκεται σε κίνδυνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κίνδυνος (πρβλ. ἐπικίνδυνος)].