υπολοχαγός

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source

Greek Monolingual

ο / ὑπολόχαγος, ΝΑ
νεοελλ.
στρ. βαθμός αξιωματικού του στρατού ξηράς αμέσως ανώτερος του ανθυπολοχαγού και αμέσως κατώτερος του λοχαγού
αρχ.
αξιωματικός κατώτερος του λοχαγού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + λοχαγός.