υπολοχαγός

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source

Greek Monolingual

ο / ὑπολόχαγος, ΝΑ
νεοελλ.
στρ. βαθμός αξιωματικού του στρατού ξηράς αμέσως ανώτερος του ανθυπολοχαγού και αμέσως κατώτερος του λοχαγού
αρχ.
αξιωματικός κατώτερος του λοχαγού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + λοχαγός.