υποτονθορίζω
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
Greek Monolingual
ὑποτονθορύζω ΝΑ, και υποτονθορύζω Ν
μουρμουρίζω σιγά ή σιγοτραγουδώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπο- + τονθορίζω / τονθορύζω «μουρμουρίζω»].