τονθορίζω
English (LSJ)
v. τονθορύζω
Greek Monolingual
και τονθορύζω ΝΑ, και τονθρύζω Α
μουρμουρίζω
αρχ.
μουγκρίζω («ἐτονθόρυζε ταῦρος < ὡς> νεοσφαγής», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ενεστ. σχηματισμένος μέσω ενός αμάρτυρου τ. τορθορύζω με ανομοίωση του -ρ-, από το θ. θορυ- του θόρυβος με αναδιπλασιασμό. Αρχαιότερος θεωρείται ο τ. τονθορύζω που εμφανίζει επίθημα -ύζω (πρβλ. γογγύζω, ὀλολύζω), απ' όπου ο τ. τονθρύζω με συγκοπή. Τέλος, ο τ. τονθορίζω είναι μεταγενέστερος σχηματισμός, κατά τα ρ. σε -ίζω].
German (Pape)
undeutlich reden, murmeln, murren; Ar. Ach. 653, Vesp. 614; der Schol. zur ersten Stelle sagt λάθρα φθεγγόμενοι, ὑπότρομοι, τὰ χείλη κινοῦντες; vgl. Opp. Cyn. 3.169 und Phryn. in B.A. 67.