στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
(I)
-ον, Α
λίγο βρεγμένος, κάπως μουσκεμένος («ὑπόβροχος τόπος», Μέγα Ετυμολογικόν).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + βρόχος «σχοινί»].
(II)
-ον, Α
δεμένος με βρόχο, με σχοινί («ἐπιστόλιον ὑπόβροχον», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + βρόχος «σχοινί»].