υπόβροχος

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source

Greek Monolingual

(I)
-ον, Α
λίγο βρεγμένος, κάπως μουσκεμένος («ὑπόβροχος τόπος», Μέγα Ετυμολογικόν).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + βρόχος «σχοινί»].
(II)
-ον, Α
δεμένος με βρόχο, με σχοινίἐπιστόλιον ὑπόβροχον», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + βρόχος «σχοινί»].