υπόκρηνος
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
-ον, Α
αυτός που βρίσκεται κάτω από το κεφάλι κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -κρηνος (< κρᾶνον, βλ. λ. κρανίο)].