υπόκρηνος
From LSJ
Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will
-ον, Α
αυτός που βρίσκεται κάτω από το κεφάλι κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -κρηνος (< κρᾶνον, βλ. λ. κρανίο)].