Ἔρως ἀνίκατε μάχαν → O love, invincible in battle!
-ον, Α1. αυτός που περιέχει μικρή ποσότητα χολής·2. μτφ. λίγο μελαγχολικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -χολος (< χόλος/ χολή), πρβλ. κατά-χολος, περί-χολος].