υστερόποινος

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που επιβάλλει ποινή πολύ μετά από τη διάπραξη ενός αδικήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + -ποινος (< ποινή), πρβλ. ἀξιόποινος].