υψίδομος

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
ο ψηλά κτισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕφι «ψηλά» + -δομος (< δόμος < δέμω), πρβλ. ἀρτίδομος].