ἀρτίδομος

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source

German (Pape)

[Seite 362] jüngst gebaut, Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτίδομος: -ον, ὁ ἀρτίως οἰκοδομηθείς, Νόνν. Μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιθ΄ 62.

Spanish (DGE)

-ον
recién construido νηός Paul.Sil.Soph.321, cf. Nonn.Par.Eu.Io.19.13 (ap. crít.).

Greek Monolingual

ἀρτίδομος, -ον (Μ)
αυτός που χτίστηκε πρόσφατα.