Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
-ον, ΜΑαυτός που τρέχει ψηλά («ὑψίδρομος Φαέθων», Γρηγ. Ναζ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + δρόμος (πρβλ. τανύδρομος)].