υψίζωνος

From LSJ

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που είναι ψηλά ζωσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -ζωνος (< ζώνη), πρβλ. καλλίζωνος].