Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

υψίζωνος

From LSJ

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που είναι ψηλά ζωσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -ζωνος (< ζώνη), πρβλ. καλλίζωνος].