ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
-ον, Ααυτός που είναι ψηλά ζωσμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -ζωνος (< ζώνη), πρβλ. καλλίζωνος].