υψίνοια

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source

Greek Monolingual

η, Ν
υψηλοφροσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υψίνους. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Θ. Μανούση].