υψίνους

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source

Greek Monolingual

-ουν / ὑψίνους, -ουν, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. ὑψίνοος, -ον, Α
υψηλόφρων
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το υψίνουν
υψίνοια, υψηλοφροσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + νόος / νοῦς (πρβλ. πολύνους)].