υψιβαθής

From LSJ

Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund

Menander, Monostichoi, 446

Greek Monolingual

-ές, Α
πολύ βαθύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -βαθής (< βάθος), πρβλ. ισοβαθής].