φαγρώριος

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

ὁ, Α
το ψάρι φαγγρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. φάγρος (II)].