φαιόφυτα

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source

Greek Monolingual

τα, Ν
βοτ. διαίρεση φυκών που περιλαμβάνει την κλάση φαιοφύκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phaeophyta < φαιός + φυτό].