τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known
-η, -ο, Ναυτός που έχει φαιό χρώμα, σταχτής, γκρίζος.[ΕΤΥΜΟΛ. < φαιός + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. ανοιχτόχρωμος].