φαιόχρωμος

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που έχει φαιό χρώμα, σταχτής, γκρίζος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαιός + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. ανοιχτόχρωμος].