διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit
Ν1. περιορίζω νόμιμες απαιτήσεις, καταπατώ δικαιώματα2. παρακρατώ μέρος κληρονομικής μερίδας3. διαστρεβλώνω4. υποκλέπτω.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από το φαλκίδιος, όν. ρωμαϊκού νόμου].